τσαχπίνης

τσαχπίνης
και τσακπίνης, -α, -ικο, Ν
1. πονηρός, κατεργάρης
2. σκερτσόζος, ναζιάρης και ερωτιάρης
3. καταφερτζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. capkin].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσαχπίνης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.) 1. πονηρός, καταφερτζής, κατεργάρης. 2. επιδέξιος στις ερωτοδουλειές, ναζιάρης, καμωματής: Τσαχπίνα γυναίκα, τους τρέλανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαχπιναρ(ε)ιό — το, Ν (περιπαικτικά) τσαχπίνης («τσαχπιναριό τού διαβόλου! έλεγον μεταξύ των», Καρκαβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαχπίνης + κατάλ. αρειό (πρβλ. γυφτ αρειό)] …   Dictionary of Greek

  • μπερμπάντης — και μπιρμπάντης, ο, θηλ. ισσα 1. γυναικάς, ακόλαστος 2. φαύλος, αχρείος 3. γλεντζές 4. έξυπνος, τετραπέρατος, τσαχπίνης, πονηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. birbante] …   Dictionary of Greek

  • τσακπίνης — α, ικο, Ν βλ. τσαχπίνης …   Dictionary of Greek

  • τσαχπινιά — και τσακπινιά, η, Ν [τσαχπίνης/ τσακπίνης] 1. πονηριά, κατεργαριά 2. νάζι, σκέρτσο, ερωτικό τέχνασμα …   Dictionary of Greek

  • τσακπίνης, -α, -ικο — βλ. τσαχπίνης, α, ικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαχπιναριό — το τσαχπίνης (βλ. λ.), τσαχπινούλης: Τσαχπιναριό του διαβόλου (Α. Καρκαβίτσας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”